- εἶραι
- εἴρηa place of assemblyfem nom/voc plεἴρωfasten together in rowsaor imperat mid 2nd sgεἴρωfasten together in rowsaor inf act
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Εἶραι — Εἴρα fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωθώ — ὠθῶ, έω, ΝΜΑ 1. μεταδίδω κίνηση σε ένα σώμα, σπρώχνω, σκουντώ (α. «ο άνεμος ωθεί το πλοίο» β. «ὦσαι ἑαυτὸν εἰς τὸ πῡρ», Ηρόδ.) 2. μτφ. προτρέπω, παροτρύνω, παρακινώ αρχ. 1. αποσπώ βίαια («ἐκ μηροῡ δόρυ ὦσε», Ομ. Ιλ.) 2. (σχετικά με θύρα) ανοίγω… … Dictionary of Greek
πίειραι — πί̱ειραι , πίειρα fat fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)